- ρύμα
- (I)-ύματος, τὸ, Αβλ. ρύμα.————————(II)-ύματος, τὸ, Α1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.)3. στον πληθ. τὰ ῥύματατα βοηθήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ- τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)] + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].————————(III)-ατος, τὸ, (Α, ῥύμα)1. καθετί που ρέει, το ρεύμα2. ο ποταμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. τής λ. ῥεῦμα που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω (πρβλ. ῥύ-αξ, ῥύ-σις)].————————(IV)το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑναυτ. σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση, παλαμάριαρχ.1. αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. είναι το τόξο («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε αντιδιαστολή προς τους «λόγχης ἰσχύς», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)2. το διάστημα, η απόσταση που διατρέχει το τόξευμα, ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μα (πρβλ. δρά-μα, κύ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.